δενδρογαλή

δενδρογαλή
η зоол, уж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δενδρογαλή" в других словарях:

  • δενδρογαλή — η βλ. δεντρογαλιά …   Dictionary of Greek

  • δεντρογαλιά — και δενδρογαλή, η 1. ονομασία διαφόρων ανιοβόλων φιδιών 2. δενδρογαλή μικρό εντομοφάγο Θηλαστικό τής ινδομαλαισιανής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρογαλή < δένδρον + γαλή «γάτα»] …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»